- αγκαθότοπος
- ο και -τόπι, τοο αγκαθιώνας*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκαθότοπος — ο και αγκαθοτόπι, το τόπος που φυτρώνουν μόνο αγκάθια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκαθίστρα — η [αγκάθι] χέρσος αγρός γεμάτος αγκαθωτά φυτά, αγκαθότοπος … Dictionary of Greek
ακανθών — ἀκανθών, ο (Α) [ἄκανθα] τόπος με φυτά που έχουν αγκάθια, αγκαθιώνας, αγκαθότοπος … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek